- καλύκια
- καλύκιονneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
καλύκη — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν κόρη του βασιλιά της Θεσσαλίας Αίολου και της Εναρέτης, αδελφή της Κανάκης και μητέρα του Ενδυμίωνα. Σύμφωνα με κάποια άλλη παράδοση ήταν μητέρα του Κύκνου από τον Ποσειδώνα, γνωστή και ως Καλυκία. * * * καλύκη, ἡ (Α)… … Dictionary of Greek